-
1 σπιλάς
A rock over which the sea dashes (opp. ὕφαλοι πέτραι in AP11.390 (Lucill.)), ; (v. πάγος);ἐφ' ὑψηλαῖς σπιλάδεσσι S.Fr. 371
(lyr.); πλαγκταὶ ς. A.R.4.932;σ. εἰν ἁλὶ πέτρη Id.3.1294
; ῥεῖθρον ἀπὸ ς. Theoc.Ep.4.6: generally, slab, S.Tr. 678; ὧδ' ὑπὸ τὸ σπιλάδος μέλαθρον, i.e. under this tombstone, Sammelb.6160 ([place name] Egypt); hollow rock, cave, Simon.(?) 179.------------------------------------A spot,κατάστικτον σπιλάδεσσι πυρσῇσιν Orph.L. 620
:—in Ep.Jud.12, σπιλάς spot is prob. in view of 2 Ep.Pet.2.13; cf. also σπιλάς (c).------------------------------------A storm, squall, Plu.2.476a; ἐκραγείσης ὥσπερ ἐν εὐδίᾳ σπιλάδος ib.101b; , cf. AP7.382.4 (Phil.): cf.κατασπιλάζω 11
.
См. также в других словарях:
σπιλάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῑθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ. β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.) 2. πέτρα, πλάκα («κατ ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.) 3. κοίλος βράχος, σπήλαιο 4. ως επίθ.… … Dictionary of Greek